- συναγυρμός
- ὁ, Αβλ. συναγερμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναγυρμός — bringing together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγυρμούς — συναγυρμός bringing together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγυρμόν — συναγυρμός bringing together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… … Dictionary of Greek
ξυναγυρμόν — συναγυρμόν , συναγυρμός bringing together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)